- ἀναμφίλογος
- ἀναμφίλογοςundisputedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναμφίλογος — ἀναμφίλογος, ον (Α) [ἀμφίλογος] 1. αυτός, για τον οποίο δεν διίστανται οι γνώμες, αναντίρρητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. επίρρ. ἀναμφιλόγως α) χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα, αναμφισβήτητα β) χωρίς αντίρρηση, με προθυμία, ευχαρίστως … Dictionary of Greek
ἀναμφιλογώτατα — ἀναμφίλογος undisputed adverbial superl ἀναμφίλογος undisputed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφιλογώτατον — ἀναμφίλογος undisputed masc acc superl sg ἀναμφίλογος undisputed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφιλόγως — ἀναμφίλογος undisputed adverbial ἀναμφίλογος undisputed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφίλογον — ἀναμφίλογος undisputed masc/fem acc sg ἀναμφίλογος undisputed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφιλογωτάτη — ἀναμφίλογος undisputed fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφιλόγοις — ἀναμφίλογος undisputed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφιλόγῳ — ἀναμφίλογος undisputed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφίλογα — ἀναμφίλογος undisputed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμφίλογοι — ἀναμφίλογος undisputed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)